- κρεόζωτο
- Μείγμα αρωματικών οργανικών ενώσεων ή φαινολών, το οποίο λαμβάνεται από την απόσταξη των ξύλων της οξιάς ή άλλων φυτών και της λιθανθρακόπισσας. Το προερχόμενο από την απόσταξη των ξύλων κ. είναι ένα ελαιώδες, άχρωμο έως κίτρινο υγρό κατά την παρασκευή του, το οποίο όμως μαυρίζει γρήγορα όταν εκτεθεί στο φως. Έχει ερεθιστική γεύση και διαπεραστική οσμή καπνού. Διαλύεται στο ζέον νερό και στην αλκοόλη. Περιέχει –εκτός από φαινόλες– κρεσόλες και γουαϊακόλη. Για τις έντονες αντισηπτικές και βαλσαμώδεις ιδιότητές του, χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν ως φάρμακο, κυρίως για τη θεραπεία των ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος. Το προερχόμενο από τη λιθανθρακόπισσα κ. είναι ένα παχύρρευστο, ελαιώδες υγρό, με χρώμα πορτοκαλί έως μαύρο, το οποίο έχει καυστική γεύση. Είναι ελάχιστα διαλυτό στο νερό, ενώ διαλύεται κυρίως στη βενζίνη. Χρησιμοποιείται ως συντηρητικό ξύλων και ως συστατικό αδιαβροχοποίησης. Χρησιμοποιείται επίσης σε μικρότερο βαθμό και ως ζιζανιοκτόνο.
* * *και κρεόσωτο, τοχημ. υγρό μίγμα φαινολών με έντονη οσμή το οποίο λαμβάνεται κατά την κλασματική απόσταξη διαφόρων ειδών πίσσας και το οποίο χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στην οδοντιατρική και στη βιομηχανία ξύλου, αλλ. σωσίκρεας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. creosote < γερμ. < kreosot < kre- (πρβλ. κρε[ο]- < κ(ρέας) + -sot (< σωτήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.